φιλομαθεῖς

φιλομαθεῖς
φιλομαθέω
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
φιλομαθής
fond of learning
masc/fem acc pl
φιλομαθής
fond of learning
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανταπόδοση — (Λογ.).Σχήμα λόγου όπου οι εικόνες και οι παραβολές ανταποκρίνονται ακριβώς στα πράγματα που στάθηκαν αφορμή για να χρησιμοποιηθούν οι εικόνες και οι παραβολές. Κλασικό παράδειγμα α. έχουμε στον λόγο του Αισχίνη κατά του Κτησιφώντα: «Όπως… …   Dictionary of Greek

  • ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Τεχνικό Θεσσαλονίκης — Το Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Κτίριο 47, 2η οδός, Βιομηχανική Περιοχή Θεσσαλονίκης, Σϊνδος) ιδρύθηκε το 1978 από μία ομάδα εκπαιδευτικών, τεχνικών και επιχειρηματιών που τους συνέδεε το όραμα ενός κοινωφελούς πολιτιστικού φορέα, ο οποίος θα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”